- ὑμνητός
- ὑμνητός1 celebrated in song
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22
Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς P. 10.22
Ἰόλαον, ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑμνητός — sung of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνητός — ή, όν, Α [ὑμνῶ] αυτός που εξυμνείται, που επαινείται … Dictionary of Greek
ὑμνητόν — ὑμνητός sung of masc acc sg ὑμνητός sung of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανύμνητος — ον, ΜΑ αυτός που υμνείται από όλους («τὴν πανύμνητον ἑορτασάντων πανήγυριν», Αμφιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑμνητός (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] … Dictionary of Greek
τελειοΰμνητος — ον, Α αυτός που έχει πλήρως υμνηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ύμνητος (< ὑμνῶ), πρβλ. πολυ ύμνητος] … Dictionary of Greek
ὑμνητῶν — ὑμνητής one who sings of masc gen pl ὑμνητός sung of fem gen pl ὑμνητός sung of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιΰμνητος — ον, ΜΑ αυτός που υμνείται παντού, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυύμνητος — η, ο / πολυύμνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὑμνητός (< ὑμνῶ)] … Dictionary of Greek
υμνήσιος — ον, Α [ὕμνησις] υμνητός … Dictionary of Greek
υμνητικός — ή, ό / ὑμνητικός, ή, όν, ΝΑ [ὑμνητός] επαινετικός, εγκωμιαστικός («αἱ Μοῡσαι θεαὶ καὶ Ἀπόλλων μουσηγέτης καὶ ἡ ποιητικὴ πᾱσα ὑμνητική», Στράβ.). επίρρ... υμνητικώς / ὑμνητικῶς, ΝΑ, και υμνητικά Ν με εγκωμιαστικό τρόπο, με ύμνους … Dictionary of Greek